κηρινθος

κηρινθος
    κήρινθος
     бот. керинт, перга, цветень Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κηρινθος" в других словарях:

  • Κήρινθος — bee bread fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήρινθος — bee bread masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήρινθος — I (1ος αι. μ.Χ.). Ιουδαίος αιρετικός. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, μετέβη στην Παλαιστίνη κατά τους αποστολικούς χρόνους και εκεί ασπάστηκε τον χριστιανισμό. Δίδασκε ότι ο Ιησούς δεν ήταν Υιός του Θεού, αλλά γιος κοινών ανθρώπων (του Ιωσήφ… …   Dictionary of Greek

  • Κηρίνθου — Κήρινθος bee bread fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρίνθου — κήρινθος bee bread masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηρίνθους — Κήρινθος bee bread fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρίνθους — κήρινθος bee bread masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηρίνθῳ — Κήρινθος bee bread fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρίνθῳ — κήρινθος bee bread masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κήρινθε — Κήρινθος bee bread fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήρινθε — κήρινθος bee bread masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»